- ἀσκαλώπας
- ἀσκαλώπᾱς , ἀσκαλώπαςwoodcockmasc acc plἀσκαλώπᾱς , ἀσκαλώπαςwoodcockmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασκαλώπακας — ο (Α ἀσκαλώπας) σκολόπαξ ο αγροδίαιτος, μπεκάτσα, ξυλόκοτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ασκαλώπας, που απαντά στον Αριστοτέλη, θα πρέπει να αποτελεί διαλεκτική λ. (υπόθεση στην οποία οδηγεί το κατά πάσα πιθανότητα μακρό, ληκτικό ᾱ), προέρχεται δε από α… … Dictionary of Greek
σκλούπα — και σκουλούπα και σκλώπα, η, Ν [άσκαλώπας] ζωολ. (στην Κρήτη) ονομασία διαφόρων ειδών κουκουβάγιας … Dictionary of Greek
σκολόπακας — ο / σκολόπαξ, ακος, ΝΑ το πουλί μπεκάτσα («ὁ μὲν κόρυδος καὶ ὁ σκολόπαξ καὶ ὄρτυξ ἐπὶ δένδρων οὐ καθίζουσιν, ἀλλ ἐπὶ τῆς γῆς», Αριστοτ.) νεοελλ. στον πληθ. οι σκολόπακες ζωολ. γενική ονομασία παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τής οικογένειας… … Dictionary of Greek